Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το πλήθος

  • 1 πλήθος

    [плитос] ουσ. о. большое количество, множество, масса, толпа,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλήθος

  • 2 толпа

    толп||а
    ж τό πλήθος, ὁ ὅχλος:
    \толпа народа πλήθος κόσμου· \толпа ребятишек τό πλήθος ἀπό παιδιά· в \толпае́ στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > толпа

  • 3 толпа

    -ы, πλθ. толпы θ.
    1. πλήθος• όχλος•

    толпа народа πλήθος λαού (πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα)•

    толпа ребятишек σμήνος παιδιών, παιδόκοσμος, παιδοβόλι, -λόγι, μαρίδα.

    || μτφ. σωρεία•

    толпа мыслей πλήθος σκέψεων•

    толпа картин πλήθος εικόνων (παραστάσεων).

    -ой, -ою ως επίρ. μαζί, ομού.

    || ως επίρ. -ами κατά πλήθη, κατά σμήνη, κατά μάζες.
    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα.
    3. ο απλός λαός, λαοτζίκος.

    Большой русско-греческий словарь > толпа

  • 4 масса

    масс||а I ж
    1. (людская, народ) τό πλήθος, ἡ μάζα:
    \масса людей ἡ κοσμοπλημ-μύρα, τό πλήθος κόσμου· трудящиеся \массаы οἱ μάζες τῶν ἐργαζομένων народные \массаы οἱ λαϊκές μάζες·
    2. (множество) τό πλήθος / ὁ σωρός, ἡ σωρεία (куча)/ ὁ ὀγκος (груда):
    \масса пыли ὁ σωρός σκόνης, τό σύννεφο σκόνης· \масса работы ὁ δγκος δουλειᾶς· \масса впечатлений σωρεία ἐντυπώσεων ◊ в \массае μαζικά, κατά μάζες.
    масса II ж (вещество) ἡ μᾶζα, ὁ πολτός:
    стеклянная (древесная) \масса πολτός γυαλιού (ξύλου).

    Русско-новогреческий словарь > масса

  • 5 уйма

    у́йма
    ж разг τό πλήθος, ὁ σωρός:
    \уйма народа πλήθος κόσμου· \уйма ошибок πλήθος σφάλματα· \уйма дел ἕνα σωρό δουλειές.

    Русско-новогреческий словарь > уйма

  • 6 клубок

    -бка α. κουβάρι•

    разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.

    -ом σαν κουβάρι•

    кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.

    || πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•

    противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•

    клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.

    εκφρ.
    клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > клубок

  • 7 тьма

    θ.
    1. σκοτάδι, σκότος•

    тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•

    погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•

    во тьме στο σκοτάδι•

    нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.

    2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•

    ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.

    θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•

    тьма народу πλήθος λαού•

    тьма дел σωρεία υποθέσεων.

    εκφρ.
    тьма (тьмы) тема)παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•
    тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•
    у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς.

    Большой русско-греческий словарь > тьма

  • 8 масса

    масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη
    * * *
    ж
    1) в разн. знач. η μάζα

    наро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες

    2) ( множество) πλήθος

    ма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη

    Русско-греческий словарь > масса

  • 9 множество

    множество с το πλήθος, η πληθώρα, οι πολλοί
    * * *
    с
    το πλήθος, η πληθώρα, οι πολλοί

    Русско-греческий словарь > множество

  • 10 народ

    народ м 1) (нация) о λαός 2) (массы) о κόσμος, το πλήθος
    * * *
    м
    1) ( нация) ο λαός
    2) ( массы) ο κόσμος, το πλήθος

    Русско-греческий словарь > народ

  • 11 пробраться

    пробраться διασχίζω, περνώ; \пробраться сквозь толпу διασχίζω το πλήθος
    * * *
    διασχίζω, περνώ

    пробра́ться сквозь толпу́ — διασχίζω το πλήθος

    Русско-греческий словарь > пробраться

  • 12 толпа

    толпа ж το πλήθος; огромная \толпа η κοσμοσυρροή, η Κοσμοπλημμύρα
    * * *
    ж
    το πλήθος

    огро́мная толпа́ — η κοσμοσυρροή, η κοσμοπλημμύρα

    Русско-греческий словарь > толпа

  • 13 видимо-невидимо

    видимо-невидимо
    нареч разг πλήθος:
    людей было \видимо-невидимо είχε πάρα πολύ κόσμο, ήταν πλῆθος ἀμέτρητο.

    Русско-новогреческий словарь > видимо-невидимо

  • 14 множество

    множество
    с τό πλήθος, ἡ πληθώρα:
    бесчисленное \множество ὁ ἀπειροπληθής ἀριθμός· \множество лкдей πλήθος κόσμου.

    Русско-новогреческий словарь > множество

  • 15 пропасть

    пропа||сть I
    совх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!
    пропаст||ь II ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:
    на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·
    2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:
    там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή!

    Русско-новогреческий словарь > пропасть

  • 16 видимо-невидимо

    επίρ.
    πάρα πολύ, μεγάλο πλήθος•

    народу собралось видимо-невидимо συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος λαού, ήταν μεγάλη κοσμοσυρροή.

    Большой русско-греческий словарь > видимо-невидимо

  • 17 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 18 запрудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный
    κ. -уженный, βρ: -жен, -а, -о и. -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω υδατοφράχτη ή νεροδεσιά•

    запрудить воду υδατοφράσσω•

    -реку φτιάχνω υδατόφραγμα στο ποτάμι.

    2. μτφ. γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    толпа -ла всю улицу το πλήθος κατέκλυσε όλη την οδό.

    γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    улица -лась толпой η οδός πλημμύρισε αποτο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > запрудить

  • 19 количество

    ουδ.
    ποσότητα, ποσό• αριθμός• πλήθος•

    количество воды ποσότητα νερού•

    деньги в большом -е μεγάλο ποσό χρημάτων•

    большое количество служащих μεγάλος αριθμός υπαλλήλων•

    большое количество людей πλήθος ανθρώπων (λαού)•

    количество переходит в качество (φιλοσ.) η ποσότητα περνά στην ποιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > количество

  • 20 куча

    θ.
    1. σωρός, σωρεία, στοίβα•

    куча хвороста σωρός από φρύγανα•

    куча снегу χιονοστιβάδα•

    куча песку σωρός άμμου.

    2. πλήθος•

    там была куча народу εκεί ήταν πλήθος λαού•

    куча ребят τσούρμο παιδιών•

    муравьиная куча μυρμηγκιά•

    у меня куча дел έχω ένα σωρό υποθέσεις.

    εκφρ.
    куча мала – (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι.)•

    Большой русско-греческий словарь > куча

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»